- καμηλιέρης
- και γκαμηλιέρης, ο, θηλ. καμηλιέρισσαοδηγός καμήλας, καμηλάρης, καμηλάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + -ιέρης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμηλιέρης — ο θηλ. ισσα και καμηλάρης, ο θηλ. ισσα ο οδηγός μιας καμήλας ή πολλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Camilieri — Lorenzo Camilieri Lorenzo Camilieri (griechisch Lavrendios Kamilieris Λαυρέντιος Καμηλιέρης, * 1874/1878 auf Korfu; † 20. April 1956 in New York City) war ein griechisch amerikanischer Komponist und Chorleiter. Wie viele der auf Korfu… … Deutsch Wikipedia
Lorenzo Camilieri — (griechisch Lavrendios Kamilieris Λαυρέντιος Καμηλιέρης, * 1874/1878 auf Korfu; † 20. April 1956 in New York City) war ein griechisch amerikanischer Komponist und Chorleiter. Wie viele der auf Korfu aufgewachsenen Komponisten vollendet … Deutsch Wikipedia
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμηλάρης — ο (AM καμηλάριος, Μ και καμηλάρης) οδηγός καμήλας, καμηλιέρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. άρης*] … Dictionary of Greek
καμηλάτης — καμηλάτης, ὁ (Α) οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καμηλ ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππ ελάτης, ταυρ ελάτης] … Dictionary of Greek
καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… … Dictionary of Greek
καμηληλάτης — ο οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλάτης, κωπ ηλάτης] … Dictionary of Greek
ντεβετζής — ο οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεβές «καμήλα» + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek